αποσαφηνίζομαι

αποσαφηνίζομαι
αποσαφηνίζομαι, αποσαφηνίστηκα, αποσαφηνισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεκαθαρίζω — ξεκαθάρισα, ξεκαθαρίστηκα, ξεκαθαρισμένος 1. μτβ., καθαρίζω, τακτοποιώ, αποσαφηνίζω, διευκρινίζω: Ξεκαθαρίσαμε τους λογαριασμούς μας. 2. αμτβ., τακτοποιούμαι, αποσαφηνίζομαι: Μέσα στο καλοκαίρι θα ξεκαθαρίσει η υπόθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”